Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


numeràrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [numeˈrarjo]

1 λεφτά σε μετρητά
2 ρευστό στο ταμείο
3 μετρητά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  numerare numerato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

numerabile (αρσ. επίθ και ουσ)
numerabilità (θηλ.ουσ)
numerale (ουσ αρσ )
numerale (επίθ.)
numerare (ρ. μτβ.)
numerario (ουσ αρσ )
numerato (αρσ. επίθ και ουσ)
numeratore (αρσ. επίθ και ουσ)
numerazione (θηλ.ουσ)
numericamente (επίρ.)
numerico (επίθ.)
numero (ουσ αρσ )
numerosità (θηλ.ουσ)
numeroso (επίθ.)
numida (ουσ αρσ και θηλ.)
numida (επίθ.)
numidico (επίθ.)
numismatica (θηλ.ουσ)
numismatico (ουσ αρσ )
numismatico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---