Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


nullaòsta  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,nullaˈɔsta]

1 εξουσιοδότηση
2 άδεια
3 έγγραφη άδεια
4 έγκριση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  nullaggine nullatenente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nugolo (ουσ αρσ )
nulla (ουσ αρσ )
nulla (αντων.)
nulla (επίρ.)
nullaggine (θηλ.ουσ)
nullaosta (ουσ αρσ )
nullatenente (ουσ αρσ και θηλ.)
nullatenente (επίθ.)
nullatenenza (θηλ.ουσ)
nullismo (ουσ αρσ )
nullità (θηλ.ουσ)
nullo (οριστ. επίθ.)
nume (ουσ αρσ )
numeno (ουσ αρσ )
numerabile (αρσ. επίθ και ουσ)
numerabilità (θηλ.ουσ)
numerale (ουσ αρσ )
numerale (επίθ.)
numerare (ρ. μτβ.)
numerario (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---