Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


nùgolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈnugolo]

1 σύννεφο
2 πλήθος
3 εσμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  nudo nulla  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nudista (επίθ.)
nudistico (επίθ.)
nudità (θηλ.ουσ)
nudo (ουσ αρσ )
nudo (επίθ.)
nugolo (ουσ αρσ )
nulla (ουσ αρσ )
nulla (αντων.)
nulla (επίρ.)
nullaggine (θηλ.ουσ)
nullaosta (ουσ αρσ )
nullatenente (ουσ αρσ και θηλ.)
nullatenente (επίθ.)
nullatenenza (θηλ.ουσ)
nullismo (ουσ αρσ )
nullità (θηλ.ουσ)
nullo (οριστ. επίθ.)
nume (ουσ αρσ )
numeno (ουσ αρσ )
numerabile (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---