Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


nudità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [nudiˈta]

1 απλότητα
2 φυσικότητα
3 γυμνά μέλη του κορμιού
4 γύμνια
5 γυμνότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  nudistico nudo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nuclide (ουσ αρσ )
nudismo (ουσ αρσ )
nudista (ουσ αρσ και θηλ.)
nudista (επίθ.)
nudistico (επίθ.)
nudità (θηλ.ουσ)
nudo (ουσ αρσ )
nudo (επίθ.)
nugolo (ουσ αρσ )
nulla (ουσ αρσ )
nulla (αντων.)
nulla (επίρ.)
nullaggine (θηλ.ουσ)
nullaosta (ουσ αρσ )
nullatenente (ουσ αρσ και θηλ.)
nullatenente (επίθ.)
nullatenenza (θηλ.ουσ)
nullismo (ουσ αρσ )
nullità (θηλ.ουσ)
nullo (οριστ. επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---