ItalianoGreco


nuclìde  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [nuˈklide]

ειδικός τύπου ατόμου χαρακτηριζόμενο από τα πυρηνικά του χαρακτηριστικά


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---