Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


nudìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [nuˈdista]

ο γυμνιστής, η γυμνίστρια

nudìsta  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [nuˈdista]

γυμνικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  nudismo nudistico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nucleonica (θηλ.ουσ)
nucleoplasma (ουσ αρσ )
nucleoproteina (θηλ.ουσ)
nuclide (ουσ αρσ )
nudismo (ουσ αρσ )
nudista (ουσ αρσ και θηλ.)
nudista (επίθ.)
nudistico (επίθ.)
nudità (θηλ.ουσ)
nudo (ουσ αρσ )
nudo (επίθ.)
nugolo (ουσ αρσ )
nulla (ουσ αρσ )
nulla (αντων.)
nulla (επίρ.)
nullaggine (θηλ.ουσ)
nullaosta (ουσ αρσ )
nullatenente (ουσ αρσ και θηλ.)
nullatenente (επίθ.)
nullatenenza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---