Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


nucleònica  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [nukleˈɔnika]

πυρηνική φυσική


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  nucleone nucleoplasma  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nucleico (επίθ.)
nucleina (θηλ.ουσ)
nucleo (ουσ αρσ )
nucleolo (ουσ αρσ )
nucleone (ουσ αρσ )
nucleonica (θηλ.ουσ)
nucleoplasma (ουσ αρσ )
nucleoproteina (θηλ.ουσ)
nuclide (ουσ αρσ )
nudismo (ουσ αρσ )
nudista (ουσ αρσ και θηλ.)
nudista (επίθ.)
nudistico (επίθ.)
nudità (θηλ.ουσ)
nudo (ουσ αρσ )
nudo (επίθ.)
nugolo (ουσ αρσ )
nulla (ουσ αρσ )
nulla (αντων.)
nulla (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---