Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόnuclèico
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [nuˈklɛjko] 1 πυρηνικός (οξύ) 2 νουκλεὶνικός (οξύ) 3 νουκλεὶκός (οξύ) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |