Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


nùca  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈnuka]

ο σβέρκος, ο αυχένας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  nubile nucale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nuance (θηλ.ουσ)
nube (θηλ.ουσ)
nubifragio (ουσ αρσ )
nubilato (ουσ αρσ )
nubile (επίθ.)
nuca (θηλ.ουσ)
nucale (αρσ. επίθ και ουσ)
nucleare (επίθ.)
nucleato (επίθ.)
nucleico (επίθ.)
nucleina (θηλ.ουσ)
nucleo (ουσ αρσ )
nucleolo (ουσ αρσ )
nucleone (ουσ αρσ )
nucleonica (θηλ.ουσ)
nucleoplasma (ουσ αρσ )
nucleoproteina (θηλ.ουσ)
nuclide (ουσ αρσ )
nudismo (ουσ αρσ )
nudista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---