Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόnùcleo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈnukleo] (famiglia) ο πυρήνας permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαnucleo [αρσ.] antidroga = η υπηρεσία διώξεως ναρκωτικών Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |