Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόnucleoplàsma
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,nukleoˈplazma] 1 πυρηνόπλασμα 2 νουκλεόπλασμα 3 πρωτόπλασμα πυρήνα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |