Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόnùdo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈnudo] ο γυμνός nùdo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈnudo] γυμνός (-ή, -ό) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαa piedi nudi = ξυπόλυτος Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |