Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόnullità
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [nulliˈta] 1 ευτέλεια 2 ακυρότητα 3 κενότητα 4 ανυπαρξία 5 μηδαμινότητα 6 ασημαντότητα permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαessere una nullità = ειμαι ενα μηδενικό Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |