Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


nozionìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [nottsjoˈnizmo]

ρηχή γνώση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  nozione nozionistico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

noviziato (ουσ αρσ )
novizio (αρσ. επίθ και ουσ)
novocaina (θηλ.ουσ)
nozionale (επίθ.)
nozione (θηλ.ουσ)
nozionismo (ουσ αρσ )
nozionistico (επίθ.)
nozze (θηλ.ουσ)
nuance (θηλ.ουσ)
nube (θηλ.ουσ)
nubifragio (ουσ αρσ )
nubilato (ουσ αρσ )
nubile (επίθ.)
nuca (θηλ.ουσ)
nucale (αρσ. επίθ και ουσ)
nucleare (επίθ.)
nucleato (επίθ.)
nucleico (επίθ.)
nucleina (θηλ.ουσ)
nucleo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---