Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόnovìzio
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [noˈvittsjo] 1 νεόφυτος 2 δόκιμος μοναχός 3 αρχάριος 4 πρωτόβγαλτος 5 μαθητευόμενος 6 πρωτάρης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |