novìssimo
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό
Προσφορά I.P.A.: [noˈvissimo]
1 καινούριος
2 κατακαινούργιος
3 πρωτόβγαλτος
4 ανέγγιχτος
5 νεότατος
6 ολοκαίνουριος
7 αμεταχείριστος
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό
Προσφορά I.P.A.: [noˈvissimo]
1 καινούριος
2 κατακαινούργιος
3 πρωτόβγαλτος
4 ανέγγιχτος
5 νεότατος
6 ολοκαίνουριος
7 αμεταχείριστος
permalink
novissimo (αρσ. επίθ και ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android