Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


novènne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [noˈvɛnne]

εννιάχρονο αγόρι

novènne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [noˈvɛnne]

εννιάχρονο κορίτσι

novènne  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [noˈvɛnne]

εννιάχρονος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  novennale novennio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

novemila ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
novena (θηλ.ουσ)
novenario (επίθ.)
novendiale (αρσ. επίθ και ουσ)
novennale (επίθ.)
novenne (ουσ αρσ )
novenne (θηλ.ουσ)
novenne (επίθ.)
novennio (ουσ αρσ )
noverare (ρ. μτβ.)
novero (ουσ αρσ )
novilunio (ουσ αρσ )
novissimo (αρσ. επίθ και ουσ)
novità (θηλ.ουσ)
novizia (θηλ.ουσ)
noviziato (ουσ αρσ )
novizio (αρσ. επίθ και ουσ)
novocaina (θηλ.ουσ)
nozionale (επίθ.)
nozione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---