Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mentitóre (επίθ.) mercànte (ουσ αρσ )
ménto (ουσ αρσ ) mercanteggiaménto (ουσ αρσ )
mentolàto (επίθ.) mercanteggiàre (ρ.αμτβ.)
mentòlo (ουσ αρσ ) mercanteggiàre (ρ. μτβ.)
mentonièra (θηλ.ουσ) mercantésco (επίθ.)
mèntore (ουσ αρσ ) mercantéssa (θηλ.ουσ)
mentovàre (ρ. μτβ.) mercantìle (ουσ αρσ )
méntre (σύνδ.) mercantìle (επίθ.)
mentùccia (θηλ.ουσ) mercantilìsmo (ουσ αρσ )
menu, menù (ουσ αρσ ) mercantilìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
menzionàbile (επίθ.) mercantilìstico (επίθ.)
menzionàre (ρ. μτβ.) mercanzìa (θηλ.ουσ)
menzionàto (επίθ.) mercatìno (ουσ αρσ )
menzióne (θηλ.ουσ) mercatìstica (θηλ.ουσ)
menzógna (θηλ.ουσ) mercàto (ουσ αρσ )
menzognèro (επίθ.) mèrce (θηλ.ουσ)
meraménte (επίρ.) mercé (θηλ.ουσ)
meravìglia (θηλ.ουσ) mercéde (θηλ.ουσ)
meravigliàre (ρ.αμτβ.) mercenàrio (ουσ αρσ )
meravigliàre (ρ. μτβ.) mercenàrio (επίθ.)
meravigliarsi (ρ.μ. (αντων.)) merceologìa (θηλ.ουσ)
meravigliàto (επίθ.) merceològico (επίθ.)
meravigliosaménte (επίρ.) merceòlogo (ουσ αρσ )
meravigliòso (ουσ αρσ ) mercerìa (θηλ.ουσ)
meravigliòso (επίθ.) mercerizzàre (ρ. μτβ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: