Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ilìaco (επίθ.) illetteràto (αρσ. επίθ και ουσ)
ilìade (θηλ.ουσ) illibatézza (θηλ.ουσ)
illacrimàto (επίθ.) illibàto (επίθ.)
illaidìre (ρ. μτβ. και αμετβ.) illiberàle (επίθ.)
illanguidiménto (ουσ αρσ ) illiberalità (θηλ.ουσ)
illanguidìre (ρ.αμτβ.) illiberalménte (επίρ.)
illanguidìre (ρ. μτβ.) illiceità (θηλ.ουσ)
illanguidirsi (ρ.μ. (αντων.)) illico et immediate (επίρ.)
illatìvo (επίθ.) illimitataménte (επίρ.)
illazióne (θηλ.ουσ) illimitatézza (θηλ.ουσ)
illecebra (θηλ.ουσ) illimitàto (επίθ.)
illecitaménte (επίρ.) illiquidìre (ρ.αμτβ.)
illécito (ουσ αρσ ) Illìria (κύρ.όν. θηλ.)
illécito (επίθ.) illìrico (αρσ. επίθ και ουσ)
illegàle (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) illividiménto (ουσ αρσ )
illegalità (θηλ.ουσ) illividìre (ρ.αμτβ.)
illegalménte (επίρ.) illividìre (ρ. μτβ.)
illeggiadrìre (ρ.αμτβ.) illogicità (θηλ.ουσ)
illeggiadrìre (ρ. μτβ.) illògico (επίθ.)
illeggiadrirsi (ρ.μ. (αντων.)) illùdere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
illeggìbile (επίθ.) illudersi (ρ.μ. (αντων.))
illegittimità (θηλ.ουσ) illuditóre (ουσ αρσ )
illegìttimo (ουσ αρσ ) illume (επίθ.)
illegìttimo (επίθ.) illuminàbile (επίθ.)
illéso (επίθ.) illuminaménto (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: