Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


illògico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ilˈlɔʤiko]

1 ασυνεπής
2 άτοπος
3 ασυνάρτητος
4 ασύνδετος
5 εξωλογικός
6 ανορθολογικός
7 ανακόλουθος
8 εξωφρενικός
9 παραλογικός
10 ασύμφωνος με τη λογική
11 ακαταλόγιστος
12 παράλογος
13 άλογος
14 ακριβός στα πίτουρα και φτηνός στ'αλεύρι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  illogicità illudere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

illirico (αρσ. επίθ και ουσ)
illividimento (ουσ αρσ )
illividire (ρ.αμτβ.)
illividire (ρ. μτβ.)
illogicità (θηλ.ουσ)
illogico (επίθ.)
illudere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
illudersi (ρ.μ. (αντων.))
illuditore (ουσ αρσ )
illume (επίθ.)
illuminabile (επίθ.)
illuminamento (ουσ αρσ )
illuminante (αρσ. επίθ και ουσ)
illuminare (ρ. μτβ.)
illuminarsi (ρ.μ. (αντων.))
illuminativo (επίθ.)
illuminato (αρσ. επίθ και ουσ)
illuminatore (ουσ αρσ )
illuminatore (επίθ.)
illuminazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---