Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


illividiménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [illividiˈmento]

1 κιτρίνισμα
2 πάνιασμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  illirico illividire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

illimitatezza (θηλ.ουσ)
illimitato (επίθ.)
illiquidire (ρ.αμτβ.)
Illiria (κύρ.όν. θηλ.)
illirico (αρσ. επίθ και ουσ)
illividimento (ουσ αρσ )
illividire (ρ.αμτβ.)
illividire (ρ. μτβ.)
illogicità (θηλ.ουσ)
illogico (επίθ.)
illudere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
illudersi (ρ.μ. (αντων.))
illuditore (ουσ αρσ )
illume (επίθ.)
illuminabile (επίθ.)
illuminamento (ουσ αρσ )
illuminante (αρσ. επίθ και ουσ)
illuminare (ρ. μτβ.)
illuminarsi (ρ.μ. (αντων.))
illuminativo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---