Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


illùdere  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ilˈludere]

ξεγελώ

illudersi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [ilˈludersi]

αυταπατώμαι, ξεγελιέμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  illogico illuditore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

illividimento (ουσ αρσ )
illividire (ρ.αμτβ.)
illividire (ρ. μτβ.)
illogicità (θηλ.ουσ)
illogico (επίθ.)
illudere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
illudersi (ρ.μ. (αντων.))
illuditore (ουσ αρσ )
illume (επίθ.)
illuminabile (επίθ.)
illuminamento (ουσ αρσ )
illuminante (αρσ. επίθ και ουσ)
illuminare (ρ. μτβ.)
illuminarsi (ρ.μ. (αντων.))
illuminativo (επίθ.)
illuminato (αρσ. επίθ και ουσ)
illuminatore (ουσ αρσ )
illuminatore (επίθ.)
illuminazione (θηλ.ουσ)
illuminello (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---