Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόilluminèllo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [illumiˈnɛllo] 1 αντηλιά 2 ανάκλαση από καθρέφτη 3 αντανάκλαση ηλιακού φωτός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |