Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόillusionìsmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [illuzjoˈnizmo] 1 επιδεξιότητα σε παραπλάνηση 2 λαθροχειρία 3 ταχυδακτυλουργία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |