Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόillùvie
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ilˈluvje] 1 πλημμύρα 2 λαοθάλασσα 3 κοσμοπλημμύρα 4 ρύπος 5 ακαθαρσία 6 λέρα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |