ItalianoGreco


illustrìssimo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [illusˈtrissimo]

1 τρισένδοξος (τίτλος)
2 εκλαμπρότατος (τίτλος)
3 πανένδοξος (τίτλος)
4 ενδοξότατος (τίτλος)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---