Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


illustrìssimo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [illusˈtrissimo]

1 τρισένδοξος (τίτλος)
2 εκλαμπρότατος (τίτλος)
3 πανένδοξος (τίτλος)
4 ενδοξότατος (τίτλος)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  illustre illuvie  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

illustrativo (επίθ.)
illustrato (επίθ.)
illustratore (ουσ αρσ )
illustrazione (θηλ.ουσ)
illustre (επίθ.)
illustrissimo (αρσ. επίθ και ουσ)
illuvie (θηλ.ουσ)
illuvione (θηλ.ουσ)
ilo (ουσ αρσ )
ilota (ουσ αρσ και θηλ.)
ilozoismo (ουσ αρσ )
ilozoista (ουσ αρσ και θηλ.)
ilozoistico (επίθ.)
imagine (θηλ.ουσ)
imaginismo (ουσ αρσ )
imagismo (ουσ αρσ )
imano (ουσ αρσ )
imatio (ουσ αρσ )
imbacare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
imbacchettonire (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---