Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


illustratìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [illustraˈtivo]

1 σαφηνιστικός
2 επεξηγητικός
3 διευκρινιστικός
4 επεξηγηματικός
5 διασαφητικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  illustrare illustrato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

illusivo (επίθ.)
illuso (ουσ αρσ )
illuso (επίθ.)
illusorio (επίθ.)
illustrare (ρ. μτβ.)
illustrativo (επίθ.)
illustrato (επίθ.)
illustratore (ουσ αρσ )
illustrazione (θηλ.ουσ)
illustre (επίθ.)
illustrissimo (αρσ. επίθ και ουσ)
illuvie (θηλ.ουσ)
illuvione (θηλ.ουσ)
ilo (ουσ αρσ )
ilota (ουσ αρσ και θηλ.)
ilozoismo (ουσ αρσ )
ilozoista (ουσ αρσ και θηλ.)
ilozoistico (επίθ.)
imagine (θηλ.ουσ)
imaginismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---