Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόillùso
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ilˈluzo] ο ονειροπόλος, ο φαντασιοκόπος illùso επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ilˈluzo] 1 παραπλανημένος 2 εξαπατημένος 3 πλανημένος 4 ξεγελασμένος 5 απατημένος permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαpovero illuso! = κούνια που σε κούναγε! || sei un illuso! = μην τρέφεις αυταπάτες Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |