Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόilòta
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [iˈlɔta] 1 είλωτας 2 δούλος 3 υποτελής 4 σκλάβος 5 δουλοπάροικος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |