ItalianoGreco


imbacuccàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [imbakukˈkare]

1 μουλώχνω
2 καταχωνιάζω
3 λουφάζω
4 μουλώνω
5 κουκουλώνω
6 αποκρύπτω
7 συγκαλύπτω

imbacuccarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [imbakukˈkarsi]

κουκουλώνομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---