Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imbacuccàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [imbakukˈkare]

1 μουλώχνω
2 καταχωνιάζω
3 λουφάζω
4 μουλώνω
5 κουκουλώνω
6 αποκρύπτω
7 συγκαλύπτω

imbacuccarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [imbakukˈkarsi]

κουκουλώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imbachire imbalconato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imano (ουσ αρσ )
imatio (ουσ αρσ )
imbacare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
imbacchettonire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
imbachire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
imbacuccare (ρ. μτβ.)
imbacuccarsi (ρ.μ. (αντων.))
imbalconato (επίθ.)
imbaldanzire (ρ.αμτβ.)
imbaldanzire (ρ. μτβ.)
imbaldanzirsi (ρ.μ. (αντων.))
imballaggio (ουσ αρσ )
imballare (ρ. μτβ.)
imballato (επίθ.)
imballatore (ουσ αρσ )
imballatrice (θηλ.ουσ)
imballatura (θηλ.ουσ)
imballo (ουσ αρσ )
imbalordire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
imbalsamare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---