Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imballatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [imballaˈtore]

1 ειδικός στη συσκευασία
2 συσκευαστής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imballato imballatrice  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imbaldanzire (ρ. μτβ.)
imbaldanzirsi (ρ.μ. (αντων.))
imballaggio (ουσ αρσ )
imballare (ρ. μτβ.)
imballato (επίθ.)
imballatore (ουσ αρσ )
imballatrice (θηλ.ουσ)
imballatura (θηλ.ουσ)
imballo (ουσ αρσ )
imbalordire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
imbalsamare (ρ. μτβ.)
imbalsamatore (ουσ αρσ )
imbalsamatura (θηλ.ουσ)
imbalsamazione (θηλ.ουσ)
imbambolare (ρ.αμτβ.)
imbambolato (επίθ.)
imbambolire (ρ.αμτβ.)
imbandieramento (ουσ αρσ )
imbandierare (ρ. μτβ.)
imbandigione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---