Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imballàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [imbalˈlato]

1 γκαζωμένος (για μηχανή)
2 ζαλισμένος από χτυπήματα (στο μποξ κλπ)
3 συσκευασμένος
4 πακεταρισμένος
5 δεματιασμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imballare imballatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imbaldanzire (ρ.αμτβ.)
imbaldanzire (ρ. μτβ.)
imbaldanzirsi (ρ.μ. (αντων.))
imballaggio (ουσ αρσ )
imballare (ρ. μτβ.)
imballato (επίθ.)
imballatore (ουσ αρσ )
imballatrice (θηλ.ουσ)
imballatura (θηλ.ουσ)
imballo (ουσ αρσ )
imbalordire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
imbalsamare (ρ. μτβ.)
imbalsamatore (ουσ αρσ )
imbalsamatura (θηλ.ουσ)
imbalsamazione (θηλ.ουσ)
imbambolare (ρ.αμτβ.)
imbambolato (επίθ.)
imbambolire (ρ.αμτβ.)
imbandieramento (ουσ αρσ )
imbandierare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---