ItalianoGreco


imballàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [imbalˈlato]

1 γκαζωμένος (για μηχανή)
2 ζαλισμένος από χτυπήματα (στο μποξ κλπ)
3 συσκευασμένος
4 πακεταρισμένος
5 δεματιασμένος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---