Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imbalsamatùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [imbalsamaˈtura]

βαλσάμωμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imbalsamatore imbalsamazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imballatura (θηλ.ουσ)
imballo (ουσ αρσ )
imbalordire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
imbalsamare (ρ. μτβ.)
imbalsamatore (ουσ αρσ )
imbalsamatura (θηλ.ουσ)
imbalsamazione (θηλ.ουσ)
imbambolare (ρ.αμτβ.)
imbambolato (επίθ.)
imbambolire (ρ.αμτβ.)
imbandieramento (ουσ αρσ )
imbandierare (ρ. μτβ.)
imbandigione (θηλ.ουσ)
imbandire (ρ. μτβ.)
imbandito (επίθ.)
imbanditore (ουσ αρσ )
imbando (ουσ αρσ )
imbarazzante (επίθ.)
imbarazzare (ρ. μτβ.)
imbarazzarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---