Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imbanditóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [imbandiˈtore]

1 αυτός που προετοιμάζει κάτι
2 προπαρασκευαστής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imbandito imbando  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imbandieramento (ουσ αρσ )
imbandierare (ρ. μτβ.)
imbandigione (θηλ.ουσ)
imbandire (ρ. μτβ.)
imbandito (επίθ.)
imbanditore (ουσ αρσ )
imbando (ουσ αρσ )
imbarazzante (επίθ.)
imbarazzare (ρ. μτβ.)
imbarazzarsi (ρ.μ. (αντων.))
imbarazzato (επίθ.)
imbarazzo (ουσ αρσ )
imbarbarimento (ουσ αρσ )
imbarbarire (ρ.αμτβ.)
imbarbarire (ρ. μτβ.)
imbarbarirsi (ρ.μ. (αντων.))
imbarbogire (ρ.αμτβ.)
imbarcadero (ουσ αρσ )
imbarcare (ρ. μτβ.)
imbarcarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---