Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imbarbogìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [imbarboˈʤire]

1 παιδιακίζω
2 παιδιαρίζω
3 ξεμωραίνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imbarbarirsi imbarcadero  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imbarazzo (ουσ αρσ )
imbarbarimento (ουσ αρσ )
imbarbarire (ρ.αμτβ.)
imbarbarire (ρ. μτβ.)
imbarbarirsi (ρ.μ. (αντων.))
imbarbogire (ρ.αμτβ.)
imbarcadero (ουσ αρσ )
imbarcare (ρ. μτβ.)
imbarcarsi (ρ. μ. αμτβ.)
imbarcata (θηλ.ουσ)
imbarcatoio (ουσ αρσ )
imbarcazione (θηλ.ουσ)
imbarco (ουσ αρσ )
imbardare (ρ.αμτβ.)
imbardare (ρ. μτβ.)
imbardarsi (ρ.μ. (αντων.))
imbardata (θηλ.ουσ)
imbarilare (ρ. μτβ.)
imbasciata (θηλ.ουσ)
imbasciatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---