Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imbasciàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [imbaʃˈʃata]

1 μήνυμα
2 παραγγελία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imbarilare imbasciatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imbardare (ρ.αμτβ.)
imbardare (ρ. μτβ.)
imbardarsi (ρ.μ. (αντων.))
imbardata (θηλ.ουσ)
imbarilare (ρ. μτβ.)
imbasciata (θηλ.ουσ)
imbasciatore (ουσ αρσ )
imbastardimento (ουσ αρσ )
imbastardire (ρ.αμτβ.)
imbastardire (ρ. μτβ.)
imbastardirsi (ρ.μ. (αντων.))
imbastimento (ουσ αρσ )
imbastire (ρ. μτβ.)
imbastitrice (θηλ.ουσ)
imbastitura (θηλ.ουσ)
imbattersi (ρ. μ. αμτβ.)
imbattibile (επίθ.)
imbattibilità (θηλ.ουσ)
imbatto (ουσ αρσ )
imbattuto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---