Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imbastiménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [imbastiˈmento]

1 σχέδιο
2 προσχέδιο
3 τρύπωμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imbastardirsi imbastire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imbasciatore (ουσ αρσ )
imbastardimento (ουσ αρσ )
imbastardire (ρ.αμτβ.)
imbastardire (ρ. μτβ.)
imbastardirsi (ρ.μ. (αντων.))
imbastimento (ουσ αρσ )
imbastire (ρ. μτβ.)
imbastitrice (θηλ.ουσ)
imbastitura (θηλ.ουσ)
imbattersi (ρ. μ. αμτβ.)
imbattibile (επίθ.)
imbattibilità (θηλ.ουσ)
imbatto (ουσ αρσ )
imbattuto (επίθ.)
imbaulare (ρ. μτβ.)
imbavagliare (ρ. μτβ.)
imbavare (ρ. μτβ.)
imbavarsi (ρ.μ. (αντων.))
imbeccare (ρ. μτβ.)
imbeccata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---