Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imbeccàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [imbekˈkata]

1 δείξιμο σε κάποιον πρωτάρη
2 υπόδειξη
3 καθοδήγηση
4 τροφή όσο πιάνει το πουλί με το ράμφος του
5 νουθεσία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imbeccare imbeccatoio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imbaulare (ρ. μτβ.)
imbavagliare (ρ. μτβ.)
imbavare (ρ. μτβ.)
imbavarsi (ρ.μ. (αντων.))
imbeccare (ρ. μτβ.)
imbeccata (θηλ.ουσ)
imbeccatoio (ουσ αρσ )
imbeccherare (ρ. μτβ.)
imbecherare (ρ. μτβ.)
imbecillaggine (θηλ.ουσ)
imbecille (ουσ αρσ και θηλ.)
imbecille (επίθ.)
imbecillire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
imbecillità (θηλ.ουσ)
imbelle (επίθ.)
imbellettare (ρ. μτβ.)
imbellettarsi (ρ.μ. (αντων.))
imbellettatura (θηλ.ουσ)
imbellire (ρ.αμτβ.)
imbellire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---