ItalianoGreco


imbeccàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [imbekˈkata]

1 δείξιμο σε κάποιον πρωτάρη
2 υπόδειξη
3 καθοδήγηση
4 τροφή όσο πιάνει το πουλί με το ράμφος του
5 νουθεσία


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---