Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόimbecìlle
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [imbeˈʧille] ο/η βλάκας imbecìlle επίθετο Προσφορά I.P.A.: [imbeˈʧille] 1 βλακώδης 2 ηλίθιος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |