Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imberrettàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [imberretˈtare]

βάζω σε κάποιον σκούφο

imberrettarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [imberretˈtarsi]

φορώ το σκούφο μου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imbercio imberrettato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imbellire (ρ.αμτβ.)
imbellire (ρ. μτβ.)
imberbe (επίθ.)
imberciare (ρ. μτβ.)
imbercio (ουσ αρσ )
imberrettare (ρ. μτβ.)
imberrettarsi (ρ.μ. (αντων.))
imberrettato (επίθ.)
imbertescare (ρ. μτβ.)
imbertonirsi (ρ.μ. (αντων.))
imbestialire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
imbestialirsi (ρ. μ. αμτβ.)
imbestiare (ρ. μτβ.)
imbevere (ρ. μτβ.)
imbeversi (ρ.μ. (αντων.))
imbevuto (επίθ.)
imbiaccare (ρ. μτβ.)
imbiaccarsi (ρ.μ. (αντων.))
imbiaccatura (θηλ.ουσ)
imbiancamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---