Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόimberrettàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [imberretˈtare] βάζω σε κάποιον σκούφο imberrettarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [imberretˈtarsi] φορώ το σκούφο μου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |