Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imbestialìre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [imbestjaˈlire]

1 γίνομαι έξαλλος
2 γίνομαι θηρίο
3 αποκτηνώνομαι
4 γίνομαι ζώο

imbestialìrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [imbestjaˈlirsi]

1 γίνομαι έξαλλος
2 γίνομαι θηρίο
3 αποκτηνώνομαι
4 γίνομαι ζώο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imbertonirsi imbestiare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imberrettare (ρ. μτβ.)
imberrettarsi (ρ.μ. (αντων.))
imberrettato (επίθ.)
imbertescare (ρ. μτβ.)
imbertonirsi (ρ.μ. (αντων.))
imbestialire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
imbestialirsi (ρ. μ. αμτβ.)
imbestiare (ρ. μτβ.)
imbevere (ρ. μτβ.)
imbeversi (ρ.μ. (αντων.))
imbevuto (επίθ.)
imbiaccare (ρ. μτβ.)
imbiaccarsi (ρ.μ. (αντων.))
imbiaccatura (θηλ.ουσ)
imbiancamento (ουσ αρσ )
imbiancare (ρ.αμτβ.)
imbiancare (ρ. μτβ.)
imbiancarsi (ρ.μ. (αντων.))
imbiancato (επίθ.)
imbiancatora (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---