Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόimbiancaménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [imbjankaˈmento] 1 ασβέστωμα 2 λεύκανση 3 άσπρισμα 4 απολεύκανση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |