Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imbietolìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [imbjetoˈlire]

αποβλακώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imbibizione imbiettare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imbiancatura (θηλ.ουσ)
imbianchimento (ουσ αρσ )
imbianchino (ουσ αρσ )
imbianchire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
imbibizione (θηλ.ουσ)
imbietolire (ρ.αμτβ.)
imbiettare (ρ. μτβ.)
imbiettarsi (ρ.μ. (αντων.))
imbiettatura (θηλ.ουσ)
imbiondire (ρ.αμτβ.)
imbiondire (ρ. μτβ.)
imbiondirsi (ρ.μ. (αντων.))
imbirbonire (ρ.αμτβ.)
imbisacciare (ρ. μτβ.)
imbitumare (ρ. μτβ.)
imbizzarrire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
imbizzarrirsi (ρ.μ. (αντων.))
imbizzire (ρ.αμτβ.)
imbizzirsi (ρ.μ. (αντων.))
imbizzocchire (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---