Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imbiondìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [imbjonˈdire]

1 ωριμάζω
2 χρυσίζω
3 ξανθαίνω

imbiondìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [imbjonˈdire]

κάνω κάποιον ξανθό

imbiondirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [imbjonˈdirsi]

1 ωριμάζω
2 χρυσίζω
3 ξανθαίνω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imbiettatura imbirbonire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imbibizione (θηλ.ουσ)
imbietolire (ρ.αμτβ.)
imbiettare (ρ. μτβ.)
imbiettarsi (ρ.μ. (αντων.))
imbiettatura (θηλ.ουσ)
imbiondire (ρ.αμτβ.)
imbiondire (ρ. μτβ.)
imbiondirsi (ρ.μ. (αντων.))
imbirbonire (ρ.αμτβ.)
imbisacciare (ρ. μτβ.)
imbitumare (ρ. μτβ.)
imbizzarrire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
imbizzarrirsi (ρ.μ. (αντων.))
imbizzire (ρ.αμτβ.)
imbizzirsi (ρ.μ. (αντων.))
imbizzocchire (ρ.αμτβ.)
imboccare (ρ.αμτβ.)
imboccare (ρ. μτβ.)
imboccatura (θηλ.ουσ)
imbocciare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---