Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imbizzìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [imbidˈdzire]

1 βγαίνω εκτός εαυτού
2 χάνω την αυτοκυριαρχία μου
3 οργίζομαι
4 θυμώνω
5 εξοργίζομαι
6 γίνομαι νευρικός
7 γίνομαι ανεξέλεγκτος

imbizzirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [imbidˈdzirsi]

1 βγαίνω εκτός εαυτού
2 γίνομαι νευρικός
3 θυμώνω
4 γίνομαι ανεξέλεγκτος
5 χάνω την αυτοκυριαρχία μου
6 οργίζομαι
7 εξοργίζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imbizzarrirsi imbizzocchire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imbirbonire (ρ.αμτβ.)
imbisacciare (ρ. μτβ.)
imbitumare (ρ. μτβ.)
imbizzarrire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
imbizzarrirsi (ρ.μ. (αντων.))
imbizzire (ρ.αμτβ.)
imbizzirsi (ρ.μ. (αντων.))
imbizzocchire (ρ.αμτβ.)
imboccare (ρ.αμτβ.)
imboccare (ρ. μτβ.)
imboccatura (θηλ.ουσ)
imbocciare (ρ.αμτβ.)
imbocco (ουσ αρσ )
imbolsimento (ουσ αρσ )
imbolsire (ρ.αμτβ.)
imbonimento (ουσ αρσ )
imbonire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
imbonitore (ουσ αρσ )
imborghesimento (ουσ αρσ )
imborghesire (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---