Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imborghesìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [imborgeˈzire], [imborgeˈsire]

1 αποκτώ αστικές συνήθειες
2 αστικοποιούμαι
3 γίνομαι αστός

imborghesìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [imborgeˈzire], [imborgeˈsire]

κάνω κάποιον αστό

imborghesirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [imborgeˈzirsi], [imborgeˈsirsi]

1 αστικοποιούμαι
2 γίνομαι αστός
3 αποκτώ αστικές συνήθειες


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imborghesimento imborghesito  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imbolsire (ρ.αμτβ.)
imbonimento (ουσ αρσ )
imbonire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
imbonitore (ουσ αρσ )
imborghesimento (ουσ αρσ )
imborghesire (ρ.αμτβ.)
imborghesire (ρ. μτβ.)
imborghesirsi (ρ.μ. (αντων.))
imborghesito (επίθ.)
imborsare (ρ. μτβ.)
imboscamento (ουσ αρσ )
imboscare (ρ. μτβ.)
imboscarsi (ρ.μ. (αντων.))
imboscata (θηλ.ουσ)
imboscato (αρσ. επίθ και ουσ)
imboschimento (ουσ αρσ )
imboschire (ρ.αμτβ.)
imboschire (ρ. μτβ.)
imboschirsi (ρ.μ. (αντων.))
imbossolare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---