Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imboscaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [imboskaˈmento]

1 κρύψιμο στο δάσος
2 αποφυγή της στρατιωτικής θητείας
3 περίοδος που αντιστοιχεί στην πέμπτη φάση του μεταξοσκώληκα
4 απόκρυψη προὶόντων με το σκοπό της κερδοσκοπίας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imborsare imboscare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imborghesire (ρ.αμτβ.)
imborghesire (ρ. μτβ.)
imborghesirsi (ρ.μ. (αντων.))
imborghesito (επίθ.)
imborsare (ρ. μτβ.)
imboscamento (ουσ αρσ )
imboscare (ρ. μτβ.)
imboscarsi (ρ.μ. (αντων.))
imboscata (θηλ.ουσ)
imboscato (αρσ. επίθ και ουσ)
imboschimento (ουσ αρσ )
imboschire (ρ.αμτβ.)
imboschire (ρ. μτβ.)
imboschirsi (ρ.μ. (αντων.))
imbossolare (ρ. μτβ.)
imbottare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
imbottatoio (αρσ. επίθ και ουσ)
imbottatura (θηλ.ουσ)
imbottavino (ουσ αρσ )
imbotte (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---