Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imboscàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [imbosˈkato]

1 κρυμμένος στο δάσος
2 λιποτάκτης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imboscata imboschimento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imborsare (ρ. μτβ.)
imboscamento (ουσ αρσ )
imboscare (ρ. μτβ.)
imboscarsi (ρ.μ. (αντων.))
imboscata (θηλ.ουσ)
imboscato (αρσ. επίθ και ουσ)
imboschimento (ουσ αρσ )
imboschire (ρ.αμτβ.)
imboschire (ρ. μτβ.)
imboschirsi (ρ.μ. (αντων.))
imbossolare (ρ. μτβ.)
imbottare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
imbottatoio (αρσ. επίθ και ουσ)
imbottatura (θηλ.ουσ)
imbottavino (ουσ αρσ )
imbotte (θηλ.ουσ)
imbottigliamento (ουσ αρσ )
imbottigliare (ρ. μτβ.)
imbottigliarsi (ρ.μ. (αντων.))
imbottigliato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---