ItalianoGreco


imbottigliàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [imbottiʎˈʎare]

1 εμφιαλώνω
2 αποκλείω εχθρικά πλοία σε λιμάνι ώστε να μην μπορούν να φύγουν

imbottigliarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [imbottiʎˈʎarsi]

πέφτω σε κυκλοφοριακό μποτιλιάρισμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---