Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


imbottitùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [imbottiˈtura]

1 στούμπωμα
2 γέμιση
3 ινώδες υλικό για παραγέμισμα
4 παραγέμισμα
5 καπιτονάρισμα
6 γέμισμα
7 γόμος
8 υλικό γεμίσματος
9 στούπωμα
10 στουπί
11 βάτα
12 γιόμιση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  imbottito imbozzacchire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

imbottigliatore (ουσ αρσ )
imbottigliatrice (θηλ.ουσ)
imbottire (ρ. μτβ.)
imbottita (θηλ.ουσ)
imbottito (αρσ. επίθ και ουσ)
imbottitura (θηλ.ουσ)
imbozzacchire (ρ.αμτβ.)
imbozzare (ρ. μτβ.)
imbozzimare (ρ. μτβ.)
imbozzimatura (θηλ.ουσ)
imbraca (θηλ.ουσ)
imbracare (ρ. μτβ.)
imbracatore (ουσ αρσ )
imbracatura (θηλ.ουσ)
imbracciare (ρ. μτβ.)
imbracciatura (θηλ.ουσ)
imbrachettare (ρ. μτβ.)
imbranato (ουσ αρσ )
imbranato (επίθ.)
imbrancare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---